πληκτισμος

πληκτισμος
    πληκτισμός
     хлопание, шлепок Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πληκτισμος" в других словарях:

  • πληκτισμός — amorous toying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληκτισμός — ὁ, ΜΑ [πληκτίζομαι] μσν. 1. το να πλήττει, να χτυπάει κανείς κάτι 2. εκκλ. το επιτίμιον*. αρχ. το ερωτικό παιχνίδι με λόγια, χειρονομίες ή σαρκικές επαφές …   Dictionary of Greek

  • πληκτισμοί — πληκτισμός amorous toying masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληκτισμοῦ — πληκτισμός amorous toying masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»